Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τὸ ἐριστικόν

См. также в других словарях:

  • ἐριστικόν — ἐριστικός eager for strife masc acc sg ἐριστικός eager for strife neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εριστικός — ή, ό (AM ἐριστικός, ή, όν) [ερίζω] 1. αυτός που αγαπά τις έριδες, τις φιλονεικίες 2. αυτός που προκαλεί έριδες, διαφωνίες, συζητήσεις, λογομαχίες («τὰς παιδιὰς ἡδείας εἶναι τὰς ἐριστικὰς», Αριστοτ.) αρχ. 1. αυτός που αγαπά τις μάχες, ο φιλόμαχος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»